- κατανύσσ
- και κατανύγω (AM κατανύσσω)1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ)2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν αὐτοῑς σφόδρα», ΠΔ)αρχ.1. τρυπώ με αιχμηρό όργανο, διατρυπώ2. παθ. κατανύσσομαια) ναρκώνομαι, θαμπώνομαι («κάθισον κατανενυγμένη», ΠΔ)β) τηρώ σιγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νύσσω «τρυπώ, χτυπώ». Το ρ. είχε αρχικά τη σημ. «τρυπώ, πλήττω με αιχμηρό αντικείμενο» και αργότερα χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά με σημ. «διεγείρω τα συναισθήματα κάποιου»].
Dictionary of Greek. 2013.